Γράφει η
Σοφία Βούλτεψη
Σοφία Βούλτεψη
Αν κρίνουμε από όσα συνέβησαν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στο κέντρο της Αθήνας, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το «τείχος» που σχεδιάζει να υψώσει το υπουργείο Δημόσιας Τάξης στον Έβρο για να σταματήσει την εισροή λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, δεν αρκεί.
Είναι ήδη πολύ αργά. Το πρόβλημα βρίσκεται πλέον εντός των τειχών.
Όσο κι’ αν οι περισσότεροι δεν θέλουν να το παραδεχθούν και δεν το προβάλλουν, το βράδυ της πρωτοχρονιάς η Αθήνα έγινε… Καράτσι.
Έντρομοι παρακολούθησαν το θέαμα όσοι χρειάστηκε να περάσουν (με το αυτοκίνητο, βεβαίως) από την Πλατεία Συντάγματος κατευθυνόμενοι προς τους τόπους, όπου πέρασαν την βραδιά. Και όταν τελικά συναντήθηκαν στα σπίτια όπου ήσαν προσκεκλημένοι, δεν είχαν άλλο θέμα συζήτησης.
Αυτό που συνέβαινε στην κεντρική πλατεία της πόλης, μπροστά στο κτίριο της Βουλής, ήταν κάτι το πρωτοφανές. Από όλους τους γύρω δρόμους έφθαναν με… γιορταστικούς αλαλαγμούς κατά κύματα οι λαθρομετανάστες, για να υποδεχθούν το νέο έτος συντροφιά με τον νεοεκλεγέντα δήμαρχο και την φιλαρμονική του Δήμου.
Δεν είναι ότι δεν υπήρχε Έλληνας ούτε για δείγμα. Είναι ότι δεν υπήρχε ούτε ένας νόμιμος μετανάστης! Πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή που στο κέντρο της πόλης γιόρταζαν οι νόμιμοι μετανάστες, αυτοί που είχαν εκείνη την ημέρα το ρεπό τους και δεν είχαν οι άνθρωποι πού αλλού να πάνε για να χαρούν.
Έπαιρναν τότε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και πήγαιναν στο Σύνταγμα για να νιώσουν κι’ αυτοί κάτι από γιορταστική ατμόσφαιρα, έστω και μακριά από την πατρίδα τους.
Αυτό που είδαμε το βράδυ της φετινής πρωτοχρονιάς ήταν κάτι το διαφορετικό. Το τρομακτικό. Ήσαν μόνο άνδρες και μόνο παράνομοι. Καμιά γυναίκα, κανένα παιδί, καμιά οικογένεια. Ούτε ένας Αλβανός, ούτε ένας Φιλιππινέζος, καμιά σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Και ήσαν πολλοί, μιλιούνια.
Η πόλη είχε ολοκληρωτικά καταληφθεί. Ουδείς – Έλληνας, ξένος τουρίστας, νόμιμος εργαζόμενος μετανάστης – διανοήθηκε να κυκλοφορήσει στην Αθήνα το βράδυ της παραμονής.
Μια ώρα μετά την αλλαγή του χρόνου, οι ορδές άρχισαν να κατεβαίνουν – πάντα με αλαλαγμούς – τους δρόμους προς το Μοναστηράκι. Η Ερμού, η Μητροπόλεως, η Καραγεώργη Σερβίας πλημμύρισαν από αυτές τις παράνομες παρέες, που παρέσυραν ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους – ανθρώπους και πορτοφόλια.
Νύχτα τρόμου και παρανομίας ήταν φέτος η νύχτα της πρωτοχρονιάς στην Αθήνα. Όσοι το είδαν, ένιωσαν στο πετσί τους την δεύτερη (μετά την τρόικα) κατοχή.
Αν εκείνη τη στιγμή υπήρχε η δυνατότητα να ακουστούν τα μηνύματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και των πολιτικών αρχηγών, το σκηνικό θα ήταν τόσο σουρεαλιστικό και τα μηνύματα θα ακούγονταν τόσο εκτός τόπου και χρόνου, που οι παρακολουθούντες το θέαμα δεν θα ήξεραν κατά πού να μουντζώσουν.
Φυσικά, επί του θέματος δεν ακούσαμε ούτε μια δήλωση από όλους εκείνους που σπεύδουν να μιλούν για ασφάλεια και ελευθερία κάθε φορά που συμβαίνει ένα τρομοκρατικό χτύπημα.
Αλλά σε τι διέφεραν οι εικόνες από την έκρηξη στο Πρωτοδικείο από αυτές που είδαμε στο κέντρο της Αθήνας το βράδυ της Πρωτοχρονιάς; Νιώσαμε το ίδιο αίσθημα ανασφάλειας και στις δύο περιπτώσεις ή όχι;
Όπως ακριβώς κινδυνεύεις όταν περνάς από ένα σημείο όπου έχει τοποθετηθεί μια βόμβα, το ίδιο κινδύνευες και το βράδυ εκείνο αν επιχειρούσες να περάσεις ανάμεσα στις ορδές που είχαν καταλάβει την Αθήνα.
Υπάρχει ξένος τουρίστας που να βρέθηκε στα πέριξ και να μην μετέφερε στη χώρα του αυτό το κλίμα της ανασφάλειας;
Υπάρχει ένας έστω Έλληνας που να κυκλοφόρησε αμέριμνος στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς να ανησυχεί για την σωματική του ακεραιότητα και το πορτοφόλι του; Υπάρχει γυναίκα που να περπάτησε μόνη της στην Ερμού; Επομένως, η ελευθερία μας είχε καταλυθεί, αλλά δεν είδα καμιά από τις γνωστές ανακοινώσεις καταδίκης, όπως συμβαίνει με άλλα φαινόμενα τρόμου.
Και βέβαια, δεν συναντήσαμε αστυνομικό ούτε για δείγμα. Ούτε πεζές περιπολίες, ούτε Δίας, ούτε… Ήρα! Δηλαδή, ούτε Δημόσιας Τάξης, ούτε Προστασίας του Πολίτη. Ψυχή ζώσα από όλους εκείνους που αν έστω απλώς κυκλοφορούσαν στην περιοχή, θα δημιουργούσαν ένα κάποιο αίσθημα ασφάλειας και αποτροπής.
«Αυτό δεν γίνεται σε καμιά χώρα του κόσμου», αποφάνθηκε ο (αλλοδαπός) ταξιτζής που με μετέφερε με ασφάλεια ανάμεσα σε πλήθη λαθρομεταναστών που έπεφταν πάνω στο αυτοκίνητο.
Την επομένη, αναζήτησα τις εικόνες από την αθηναϊκή πρωτοχρονιά. Βρήκα, όμως, μόνο τις «γιορτές των άλλων». Φαντασμαγορικές πρωτοχρονιές από όλα τα σημεία του πλανήτη, αλλά η Αθήνα ντρεπόταν για την δική της. Και την έκρυβε – μαζί με τους αστυνομικούς της, την ανεπάρκειά της και την καταργημένη ελευθερία της.
Υ.Γ. 1. Δεν έγραψα το παραπάνω κείμενο με ρατσιστική διάθεση, όπως κάποιοι θα σπεύσουν να συμπεράνουν. Το έγραψα επειδή, ως δημοσιογράφος, έχω υποχρέωση να μεταφέρω αυτά που βλέπω. Και να μην τα κρύβω, όπως η πολιτεία έκρυψε τα όργανα της τάξης και το πολιτικό σύστημα τις πομπές του.
Υ.Γ. 2. Λυπάμαι που δεν έχω δικές μου φωτογραφίες να σας δείξω (ελπίζω το κείμενο να ήταν αρκετά παραστατικό). Αλλά αν προσπαθούσα να σηκώσω το χέρι με την φωτογραφική μηχανή ή το κινητό, είναι βέβαιο ότι θα έμενα και χωρίς μηχανή και χωρίς κινητό και χωρίς… χέρι! Ακολουθώ πάντα τις οδηγίες της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, σύμφωνα με τις οποίες αυτό που προέχει είναι η προσωπική μας ασφάλεια. (Τι να πω, να γελάσει λίγο το χειλάκι μας)!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου